- αρχίδι
- το1. όρχις2. φρ. α) «γράφω στ' αρχίδια μου» — ή «στ' αρχίδια μου» — αδιαφορώ, περιφρονώβ) «κάποιος ή κάτι μ' αρχίδια» — αυτός ή αυτό που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του είδους του.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ.-μτγν.) ορχίδιον (υποκορ. του όρχις). Το α- αντί του ο- από τον πληθ.: τα ορχίδια > τα'ρχίδια > τ'αρχίδια > τ'αρχίδι].
Dictionary of Greek. 2013.